πλακουτσωτός

πλακουτσωτός
και πλατσουκωτός, -ή, -ό, Ν [πλακουτσώνω]
1. αυτός που έχει υποστεί πλάτυνση, ο πεπλατυσμένος
2. ο κάπως πλατύς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμαδωτός — ή, ό ο πλακουτσωτός σαν αμάδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάδα + παραγ. κατάλ. ωτός] …   Dictionary of Greek

  • πλακουτσός — ή, ό, Ν [πλάκα] ο πλακουτσωτός …   Dictionary of Greek

  • πλατσουκωτός — ή, ό, Ν βλ. πλακουτσωτός …   Dictionary of Greek

  • σιμοειδής — ές, Α σιμός, πλακουτσωτός («σιμοειδὲς στόμα», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • σιμός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”